ἀπονήρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπονήρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπονήρευτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπουνήριφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀπονήιφτους Σαμοθρ. ἀπονιˬέρευτες Σκῦρ. ἀπονήρευτε Τσακων.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπονήρευτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ πονηρευόμενος, εἰλικρινής, ἀφελής, εὔπιστος σύνηθ.: Ἤτανε ἁγνό, ἤτανε ἁπλό, ἀπονήρευτο πλάσμα ἡ Φλώρα ΓΨυχάρ. Ἁγνή 2 43. Ἦταν ἀκόμα ἀφελής, ἀπονήρευτος ΓΞενόπ. Κατήφ. 230. ᾽Ανθρώπους τοῦ βουνοῦ, προβατάριδες, τραχει͜ούς, ἀπονήρευτους, ἀγαθοὺς ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,188. Εἶν᾿ ἀπουνήριφτ’ ἀκόμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ὁ καηˬμένες ἕναι ἀπονιˬέρευτες τσαὶ δὲν ἔννοι͜ωσε τὴν κατεργαριˬὰ π’ τοῦ ’παιξα Σκῦρ. ᾿Απονήρευτα ψάριˬα Σύμ. Συνών. ἀπόνηρος. 2) Εὐήθης, μωρὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Σαμοθρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄνογος, ὁμοίως συνών. ἀπονοημένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/