ἀπορρουθουνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορρουθουνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπορρουθουνίζω Πάρ. ἀπορρουθν’ζὼ Πάρ. (Λεῦκ.) ἀπορρ’θουνίζω Νάξ. ἀπορρ’θ’νίζω Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ρουθουνίζω.
Σημασιολογία
’Αναπνέω ἰσχυρῶς διὰ τῶν ρωθώνων ὡς συμβαίνει εἰς τοὺς θυμωμένους Νάξ. Πάρ.: ᾿Ηπορρουθούνιζενὲ τόσην ὥρα δίχως νὰ μιλῇ Νάξ. Συνών. ἀπορρουθουνιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA