ἀπορρουθούνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορρουθούνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπορρουθούνισμα τό, Νάξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπορρουθουνίζω.

Σημασιολογία

Ἡ διὰ τῶν ρωθώνων ἰσχυρὰ ἀναπνοὴ ἡ ὁποία συμβαίνει ὅταν εἶναι κἀνεὶς θυμωμένος. Συνών. ἀπορρουθούνιˬασμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/