ἀπορρυπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορρυπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορρυπίζω, μέσ. ἀπορρεπίκουμαι Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ρύπος.

Σημασιολογία

Μέσ. δι’ ἐκχύσεως γλοιώδους ὕλης ἐκδηλῶ εἴτε ἐπικείμενον τοκετὸν εἴτε ὀργασμὸν πρὸς συνουσίαν, ἐπὶ θηλυκοῦ ζῴου: ᾿Απορρεπίκεται τὸ ζῶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/