ἀποκρούω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρούω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκρούω ἀμάρτ. ἀπουκρούου Μακεδ. (Σισάν.) ἀπουκρούγου Μακεδ. (Σισάν.) ᾽πουκρούζω Κύπρ. Μέσ. ἀπουκρούουμι Μακεδ. (Φιλ.) ’ποκρούγουμι Θεσσ. (Καλαμπάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κρούω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀποκρούω.
Σημασιολογία
1) Κρούω, βάλλω, κτυπῶ τινα διὰ τοῦ βασκάνου ὀφθαλμοῦ, βασκαίνω Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Μακεδ. (Σισάν. Φιλ.): Ἔ’ πουλὺ καλὸ μάτ’, ἅμα σὶ ἰδῇ, σὶ ἀπουκρούει Σισάν. Ἡ νύφ’ ἀπουκρούχτι ᾽ς τοὺ χουρὸ αὐτόθ. Φτύσ’ του νὰ μὴν ἀπουκρουχτῇ αὐτόθ. ’Πουκρουγμένου ᾿νι τοὺ πιδὶ Καλαμπάκ. 2) Ἐπὶ πλύσεως ἐνδυμάτων κττ., κτυπῶ τὸ πλυνόμενον ἐπὶ τῆς λιθίνης πλύστρας πρὸς καθαρισμὸν Κύπρ.: Ἐπούκρουσες τὸ ροῦχον τ’ ἔσπασες τὰ κουμπιˬά του. ’Πουκρούζει τὰ ροῦχα δυνατά. ’Πούκρουσ’ τὰ σεντόνιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA