ἀποκρυαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρυαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκρυαίνω Χίος ᾿ποκρυαίνω Κύπρ. ἀποκρυγαίνω Κρήτ. ’ποκρυγαίνω Κρήτ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποκρυαίνω. Ὁ τύπ. ἀποκρυγαίνω ἐν Ἐρωφίλ. πρᾶξ. Δ στ. 136 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Καθίσταμαι κρύος, ἀποβάλλω τὴν θερμότητα, ἀποψύχομαι Κρήτ. Χίος: Ἐποκρύανε τὸ φαεῖ Χίος Ἐποκρυγιˬάνα dὰ πόδιˬα του σὰ dοῦ ἀποθαμένου Κρήτ. Ἀλλάξετε τὸν ἀποθαμένο, γιˬατὶ δ᾿ ἀποκρυγιˬάνῃ καὶ δὰ ξυλώσῃ αὐτόθ. Συνών. κρυώνω. 2) Αἰσθάνομαι ρῖγος ἕνεκα φόβου, δειλιῶ, ἀποδειλιῶ Κρήτ. Κύπρ.: Ἐποκρύανεν ᾽ποὺ τὸν φόον του Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωφ. ἔνθ’ ἀν. «μὰ ’δῶ θωρῶ τὸ βασιλεˬὸ περίσσα θυμωμένο, | νὰ τοῦ σιμώσω χάνομαι κι ὅλος άποκρυγαίνω». Β) Μεταφ 1)Γίνομαι ἀπρόθυμος, ἀποθαρύνομαι, ἀπογοητεύομαι ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,344 (ἔκδ. RDawkins) «ἀποκρυάναν ὡς γοιὸ νὰ εἶχαν τσακιστῆν». Καὶ μετβ. ἀπογοητεύω τινὰ Κρήτ.: Ἐγάπα dηνε, μὰ τὰ λόγιˬα τοῦ κόσμου τὸν ἐποκρυγιˬάνανε. 2) Μαραίνομαι, ἐλαττοῦμαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐποκρύγιˬαν’ ἡ--ὄρεξί σου Κρήτ. Πβ. ἀποκρυανίσκω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA