ἀποκρυανίσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρυανίσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκρυανίσκω Πελοπν. (Μάν.) ᾽ποκρυανίσκω Κύπρ. - ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. Τραούδ. 2,42 ᾽ποκρυγιˬανίσκω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κρυανίσκω.

Σημασιολογία

1) Ἀποβάλλω τὴν θερμότητα, καθίσταμαι κρύος ἔνθ’ ἀν. : ’Ποκρυγιˬανίσκουν τὰ πόδκιˬα του τ’ ᾽εν-νὰ πεθάνῃ Κύπρ. || Φρ. μεταφ. Ἀποκρυανίσκει ἡ πάdα του (κρυώνει τελείως ἡ ράχις του.Ἐπὶ τοῦ ἀποβαλόντος τὸν προστάτην, τὸ στήριγμά του) Μάν. 2) Μεταφ. μαραίνομαι, ἐλαττοῦμαι Κύπρ. - ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Μὲ τὰ τραούδκιˬα ὄφταιρη, Θέ μ᾿, ἡ τοιλιˬὰ μεινίσκει τιˬ ἀγάπη ’ς τ’ ἀτυβέρνητον σπίτιν ᾽ποκρυανίσκει ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀποκρυώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/