ἀπόσταμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσταμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόσταμα τό, Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Ἰθάκ. Μακεδ. Πελοπν. (Γελίν. Μάν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων. κ. ἀ. -Λεξ. Δεὲκ Περίδ. Αἰν. ᾿Ηπίτ. Μπριγκ. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ᾿πέσταμα Θρᾴκ. (Γέν.) ἀπόστεμα Δ.Κρήτ. ’πόστεμα Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποστένω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ σταματᾷ τις, στάσις, σταμάτημα Κρήτ.: Δὲ μοῦ καλαρέσει τὸ ᾽πόστεμ᾿ ἁποὺ κάνει ἐκεινοσέ, ἅμα περνᾷ bροστὰ ἀποὺ τὸ σπίτι μας. Συνών. σταμάτημα. 2) Κόπωσις, κάματος ἔνθ' ἀν.: Ποτὲς δὲ μπορεῖ νὰ dόνε πιˬάσῃ κιˬ αὐτὸνε ἀπόσταμα Μάν. Τέτο͜ια ᾽πεστάματα δὲν τ’ ἀκούω ᾽γὼ Γέν. Ἐφούσκωσαν τά κάφυρά μου ἀπὸ τ’ ἀπόσταμα Γελίν. ᾽Απ’ τοὺ πουλὺ τ᾿ ἀπόσταμα δὲ μπόρ’σα νἀ πλαϊάσου ἀπόψι Αἰτωλ. Συνών. ἀποκάμωμα 1, ἀπόστα, ἀποσταΐλα, ἀποσταμάγρα, ἀποσταμάρα, ἀποσταμός, ἀπόστασι (ΙΙ), ἀποστασία, ἀποστασίλα, ἀποστασούρα, ἀποστατὸς Β1 κάματος, κόπωσι, κούρασι, κούρασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA