ἀπόκρυφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκρυφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόκρυφος ἐπίθ. λόγ σύνηθ. ἀπόκρουφος Κέρκ. Κρήτ. ἀπόκουρφος Κρήτ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπόκρυφος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀποκεκρυμμένος, μυστικός: Ἐκαρτέρουνε κάτω ᾽ς ἕνα ἀπόκρουφο μέρος Κέρκ. -Ποιήμ. Μὲ περηφάνε͜ια ἀπόκρυφη πλακώνει ᾿ς τὸ πλευρό μου ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,191 Ἔνο͜ιωθα ἀπόκρυφη χαρά, ἔνο͜ιωθα περηφάνε͜ια αὐτόθ. 147 Κἄπο͜ιος διˬαβάτης μὲ καιρὸ διˬαλάλησε μιˬὰ μέρα ὅτι ’ς ἀπόκρυφην ἐρ’μιˬὰν εὗρε χρυσῆ φλογέρα Κρυστάλλ. Ἔργα 1,207. 2) Τὸ οὐδ. ἀπόκρυφα τά, ὥς οὐσ. τὰ μυστικά, τὰ μὴ κοινολογούμενα, ἀπόρρητα: Ποίημ. Γιˬὰ σὲ δὲν ἔχω ἀπόκρυφα κ᾽ εἶσαι πνεματικός μου ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,363

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/