ἀποκρυώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρυώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκρυώνω Θρᾴκ. (Περίστασ. κ.ἀ.) Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Χίος - Λεξ. Αἰν ᾿ποκρυώνω Κύπρ. ἀποκρώνω Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ. Τραπ.) ἀποκρένω Πόντ. (Σάντ.) Μέσ. ἀπουκροῦμαι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κρυώνω. Ὁ τύπ. ἀπουκροῦμαι ἔχει τὸ ου τῆς προπαραληγούσης κατ’ ἀφομοίωσιν. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 24 (1912) 24.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τι νὰ ἀποβάλῃ τὴν θερμότητά του, καθιστῶ ὀλιγώτερον θερμόν, ψύχω, ἐπὶ φαγητοῦ, ὕδατος κττ. συνήθως παθητικῶς Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) -Λεξ. Αἰν.: Ἀπόκρωσο τὴ μαερεία Ὄφ. Θέσο κὰ ἢ ἔπαρε κὰ τὴ μαερεία ἃς ἀποκροῦται αὐτόθ. ᾿Ελᾶτεν ᾿ς σὀ τραπέζιν, τὸ φαγεῖν ἐπεκρῶθεν Οἰν. Καὶ ἀμτβ. ἀποβάλλω τὴν θερμότητά μου, ψύχομαι Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Μένουν ’ς τὸ ἔξωλούτριν γιˬὰ ν᾽ ἀποκρυώσουν (ἐνν. οἱ λουόμενοι) Κύπρ. Τὸ φαεῖν ἐπεκρύωσεν καὶ κἀνεὶς 'κ' ἕρθεν νὰ τρώῃ Χαλδ. || Φρ. μεταφ. Ὁ δεῖνα ἐπεκρύωσεν (ἀπέθανε) Κερασ. 2) Μεταφ. Κάμνω τινὰ νὰ ψυχρανθῇ, νὰ στενοχωρηθῇ, ἀποθαρύνω, ἀπογοητεύω Θρᾷκ. (Περίστασ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Τ᾿ ἀποκρυώσανε τὸ παιδὶ Περίστασ. Τὰ λόγιˬα σ’ ἐπεκρύωσανε με Χαλδ. Καὶ ἀμτβ ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀποθαρύνομαι, ἀπογοητεύομαι Θρᾴκ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Τραπ.): Ἀποκρύωσε ὁ κόσμος Θρᾴκ. Εἶδ’ ἀτον κ’ ἐπεκρῶθα Ἀμισ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/