ἀπορωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπορωτὸς ἐπίθ. Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄπορος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ωτός.
Σημασιολογία
1) Ὁ σχεδὸν πτωχός. 2) Ὁ ἀνίκανός πως σωματικῶς. Πβ. ἄπορος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA