ἀποκυλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκυλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκυλῶ Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀποκυλάω Βιθυν. ’ποτσουλάω Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) ἀποκυλίζω Πόντ. (Χαλδ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ’ποκυλίζω Νίσυρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀποκυλίω.
Σημασιολογία
1) Σταματῶ τὸ κύλισμα, τὸ τραύιγμα, ἐπὶ εἴδους δικτύου καλουμένου ταλανιˬοῦ Βιθυν. 2) Ἀπομακρύνω τι κυλίων Πόντ. (Χαλδ.) β) Καθόλου, κυλίω Νίσυρ.: Νὰ σὲ ’ποκυλίσῃ τὸ κῦμα! (ἀρὰ κατὰ ναύτου). 3) Ἀμτβ. Καθόλου, κυλίομαι Λεξ. Πρω.: Ἀποκύλισε ἀπὸ τὴ σκάλα 'ς τὴν αὐλή. β) Κάμπτων λόφον, βουνὸν κττ. ἀφανίζομαι, καθίσταμαι ἀόρατος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ. ἀ.): ’Ποτσούλιτσε τώρᾳ τσαὶ δὲ φαίνεται. Συνών. ἀπογέρνω Α 4, σκαπετῶ, στρίβω. 4) Περαίνω τὴν βαθεῖαν σκαφὴν τοῦ ἐδάφους πρὸς ἀμπελοφυτείαν Λεξ. Δημητρ.: Μόλις ἀποκυλίσουμε τὸν παλα͜ιαγρό, θὰ φυτέψουμε τ᾽ ἀμπέλι. Συνών. βγάζω στρέμμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA