ἀποκυνηγῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκυνηγῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκυνηγῶ πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κυνηγῶ.

Σημασιολογία

1) Παύω κυνηγῶν, τελειώνω τὸ κυνήγι πολλαχ.: Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ παιδιˬοῦ ποῦ ἠποκυνήγησε καὶ ἤρχουντα ᾿ς τὸ σπίτι (ἐκ παραμυθ.) Θήρ. || ᾎσμ. Βάσανα πίκρες καὶ καηˬμοί, ἀφήστε με νὰ ζήσω καὶ τὸ πουλλὶ ποῦ κυνηγῶ νὰ τ’ ἀποκυνηγήσω Κρήτ. 2) κυνηγῶ, καταδιώκω τινὰ Ρόδ. Συνών. ἀπογλακῶ 1, ἀποζυγώνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/