ἀπονήστιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονήστιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπονήστιˬα ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κάμπος Λακων. Μάν. κ.ἀ.) ἐμbονέτ Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ. ἐμbονετία Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπονηστίζω.
Σημασιολογία
1) Ἡ προηγουμένη ἡμέρα τῆς περιόδου τῶν νηστειῶν, ἡ Ἀπόκρεως ἔνθ’ ἀν.: Μικρὴ ἀπονήστιˬα (ἡ πρὸ τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων ᾿Απόκρεως) Λακων. Μεγάλη ἀπονήστιˬα (ἡ πρὸ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ’Απόκρεως) αὐτόθ. || Φρ. Θυμῶντας ὁ παππᾶς τὸ τρίμερο κακή ἀπονήστιˬα κάνει (ὅτι ὁ ἱερεὺς ἠναγκασμένος νὰ ὑποβληθῇ εἰς τριήμερον νηστείαν ἀπὸ τῆς καθαρᾶς Δευτέρας μέχρι τῆς Τετάρτης δὲν αἰσθάνεται εὐχαρίστησιν ἐκ τῆς πλουσίας τραπέζης τῶν ᾽Απόκρεων) Λακων. 2) Ἡ μετὰ τὰς ᾿Απόκρεως περίοδος τῶν νηστειῶν, ἡ Τεσσαρακοστὴ Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Καλή ἀπονήστιˬα, καλὴ Λαμπρή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA