ἀπολαβὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολαβὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπολαβὴ ἡ, σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἀπουλαβὴ βόρ. ἰδιώμ. ἰπουλαβὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολαβαίνω.
Σημασιολογία
Κέρδος, πρόσοδος, μισθὸς κττ. ἔνθ' ἀν.: Δὲν ἔχω κἀμμιˬὰ ἀπολαβὴ ἀπὸ τὰ χτήματά μου. Τὸ καΐκι φέρνει ἀπολαβή. Δουλεύω χωρὶς κἀμμιˬὰ ἀπολαβὴ σύνηθ. Ἔχ᾿ ἀπ’ τοῦ φοῦρνου μ' ἰπουλαβὴ κἀνιˬὰ τριˬανταριˬὰ δραχμὲς τοὺ μῆνα Αἰτωλ. Dοὺν χουσμικεύουμ’ χώρ᾿ς ἀπουλαβὴ Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA