ἀπονηστικωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπονηστικωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπονηστικωμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’πονηστικωμένος Κύπρ.

Ετυμολογία

Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἀπονηστικώνομαι ὡς καὶ ξενηστικώνομαι-ξενηστικωμένος.

Σημασιολογία

Ὁ ὅλως νῆστις, πειναλέος: Ἔφερες τὸν ᾽πονηστικωμένον νὰ τὸν ταΐσῃς τ’ ᾿ὲν ἄφησεν φαεῖν νὰ φάῃ ἄλλος κἀνένας. Ποῦ τὸν ηὗρες τοῦτον τὸν ’πονηστικωμένον τ’ ἔφερές τον; ’εν-νὰ μᾶς φάῃ τ’ ἐμᾶς ταὶ τ᾽ ἄλουά μας. Συνών. λιμασμένος (ἰδ. λιμάζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/