ἀπονιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπονιˬὰ ἡ, ἀπονία Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀποία Τσακων. ἀπονίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀπονιˬὰ κοιν. ἀπουνιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀπουν-νιˬὰ Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄπονος. Πβ. ἀρχ. οὐσ. ἀπονία = ἀποφυγὴ πόνων, ραθυμία, ὀκνηρία.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ εἶναί τις ἄπονος, ἀναλγησία, ἀσπλαγχνία: ᾿Απονιˬὰ ποῦ τὴν ἔχει! Ἡ ἀπονιˬὰ της δὲ λέγεται! Ἔχει μεγάλη ἀπονιˬὰ ’ς τὰ παιδιˬὰ της κοιν. || ᾎσμ. Κερά μ’, αgελοκάμωτη, κορμάκι ζαχαρένιˬο, γιˬάdα βαστᾷς τέθο͜ια ἀπονιˬὰ᾽ς ἐμένα τὸ gαηˬμένο Κρήτ. Συνών. ἀλυγισιˬὰ 2, ἀλυπησιˬά, ἀπονεσιˬά, ἀπονοψυχιˬά, ἀσυμπονιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA