ἀπολάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπολάδα ἡ, ἀμάρτ. ἀμπολάδα Πελοπν. (Λάκων.) ἀμολάδα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολύω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα.
Σημασιολογία
1) Ἀπόλυσις, ἐλευθερία Πελοπν. (Λακων.): Τοῦ ᾽δωκε ἀμπολάδα. β) Ἡ ἐλευθερία τῶν ψυχῶν καὶ ἡ ἄνοδος αὐτῶν εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τῆς Ἀναστάσεως μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς Κύπρ.: Οἱ ψυχὲς ἔχουν ἀμολάδες. 2) Ἀπαλότης, χαλαρότης Πελοπν. (Λακων.): Τὸ σκιˬουνὶ ἔναι ἀμπολάδα (οὐχὶ τεντωμένον). 3) Οἱ ἐπὶ πλέον τοῦ κανονικοῦ ἀφινόμενοι ὀφθαλμοὶ κατὰ τὸ κλάδευμα τῶν ἀμπέλων Πελοπν. (Λακων.): Ἀφίνει ἀμπολάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA