ἀπόνιμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόνιμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόνιμμα τό, Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Βυτίν.) - Λεξ. Αἰν. ἀπό᾽μμα Λέσβ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀπόνιμμα.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐκ τῆς ἀπονίψεως τοῦ σώματος ἀκάθαρτον ὕδωρ Ἤπ. Κεφαλλ. - Λεξ. Αἰν.: Εἶναι τ᾿ ἀπονίμματα τῆς τσούπρας μου Ἤπ. Συνών. ἀπονιψίδι 1, ἀπονιψούδι. 2) Τὸ ὕδωρ διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἱερουργήσας ἱερεὺς ἔπλυνε τὰς χεῖρας μετὰ τὸ πέρας τῆς θείας λειτουργίας Κεφαλλ. Πελοπν. (Βυτίν.) Συνών. ἀπόνιψι, ἀπονιψίδι 2, ἀπονίψιμον, ἀπόπλυμα. 3) Τὸ ὕδωρ δι᾿ οὗ πλύνεται τὸ ἅγιον ποτήριον μετὰ τὴν λῆξιν τῆς λειτουργίας Λέσβ. Συνών. ἀπομύρωμα. Πβ. ἀποκαντήλισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA