ἀπολᾳδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολᾳδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολᾳδίζω Πελοπν. (Μεσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπολᾳδιˬά.

Σημασιολογία

Κάμνω ἀπολᾳδιˬά, χύνω ὀλίγον ἔλαιον ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης διὰ νὰ ἀνιχνεύσω τὸ βάθος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/