ἀποστανυνέσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστανυνέσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστανυνέσκω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀπόστανα ἀορ τοῦ ρ. ἀποστένω καὶ τῆς καταλ. -υνέσκω, ὡς καί ματίζω -ματυνέσκω, μιλῶ-μιλυνέσκω, μυρίζω - μυρυνέσκω, πάω - παϋνέσκω κττ.

Σημασιολογία

᾿Αποκάμνω, ἀπαυδῶ : Λίγο νὰ τὸ φορτώσῃς τὸ γαιˬδούρι μου, ἀποστανυνέσκει ἀμέσως. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ κουρασθῇ : Μὲ ἀποστανυνέσκει ὁ ἀνήφορος, δὲν ἀντέχω πεˬά. Μὴν τὸ κρατᾷς ἔτσι τὸ παιδί, γιˬατὶ τὸ ἀποστανυνέσκεις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/