ἀποσαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσαλεύω Λεξ. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
ἀποσαλεύω Λεξ. Δημητρ.
Σημασιολογία
Σαλεύω, μετακινοῦμαι ὀλίγον: Μὴν ἀποσαλέψῃς ὥσπου νά ’ρθω. Ὧρες δὲν ἀποσάλεψε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA