ἀπόσαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόσαλο τό, ἀμάρτ. ἀπόσαλου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σάλιˬο.
Σημασιολογία
Πληθ., οἱονεὶ τὰ ὑπολείμματα τῶν σιέλων τινός, τὸ ὑπολειφθὲν ἐν τῷ πινακίῳ φαγητόν τινος: Μὄδουκις τ’ ἀπόσαλα νὰ φάου; Τ᾽ ἀπόσαλα τῶν ἀλλ᾿νῶν τρώνι 'κεῖ’ π' τρώνι ᾿ς τὰ ξινουδουχεῖα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA