ἀποσάπουνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσάπουνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσάπουνο τό, Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ. ἀπουσάπ’νου Σκόπ. ᾿ποσάπουνο Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σαπούνι.

Σημασιολογία

1) Ὑπόλειμμα σάπωνος χρησιμοποιηθέντος εἰς πλύσιν Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) Σκόπ. Χίος κ.ἀ.: Ὥσπου νὰ πλύνῃ δυˬὸ ποκάμισα, ἤκαμε τὴ bλάκα τὸ σαπούνι ἀποσάπουνο Κατσιδ. Δῶσ’ τση μιˬὰ bλάκα σαπούνι, γιˬατὶ δὲ bορεῖ νὰ πλύνῃ μὲ τ᾿ ἀποσάπουνά σου αὐτόθ. Συνών. ἀπογλείμμιδο, ἀπόγλυσμαν, ἀπογλύσμιν 1, ἀπολειφάδα, ἀπολειφάδι 1, ἀπολείφαδο, ἀπολείφιν, ἀποσαπουνίδα, ἀποσαπουνίδι. 2) Πληθ., σαπωνοβριθῆ ὕδατα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐπλύθησαν διὰ σάπωνος ἐνδύματα κττ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) 'Ιων. (Κρήν.) Ρόδ κ.ἀ.: Τὰ πέρακα ’πὸ τὰ ’ποσάπουνα Αὐλωνάρ. || Παροιμ. Μὲ τὸν καλύτερό σου ᾿ς τὸ λουτρὸ καὶ λούσου ᾿ς τ᾽ ἀποσάπουνα (ὅτι ἡ μετὰ τῶν κρεισσόνων ἀναστροφὴ ἀποβαίνει πάντοτε ὠφέλιμος) Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/