ἀπολαλακιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολαλακιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολαλακιˬάζω Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λαλακιˬάζω.
Σημασιολογία
Ξηραίνομαι, ἐπὶ τῆς γλώσσης: Ἀπολαλάκιˬασ᾿ ἡ γλῶσσα μου ἀπὸ τοῖς ὀρμήνε͜ιες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA