ἀπόστασι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόστασι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόστασι ἡ, (Ι) λόγ κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόστασις.

Σημασιολογία

1) Τὸ διάστημα τὸ μεταξὺ δύο τοπικῶν σημείων λόγ. κοιν. : Εἶναι μεγάλη ἡ ἀπόστασι ἀπεδῶ ὥς ἐκεῖ. Σὲ τρεῖς ὧρες κάναμε τὴν ἀπόστασι ἀπὸ ᾿Αθήνα-Κόρινθο. Πυροβόλησε ἀπὸ ἀπόστασι. Ἅμα φτάσω σὲ ἀπόστασι βολῆς θὰ τοῦ ρίξω. || Φρ. Τὸν κρατεῖ σὲ ἀπόστασι (δὲν τοῦ ἐπιτρέπει οἰκειότητα, δὲν τοῦ δίδει θάρος) λόγ. σύνηθ. 2) Μεταφ. διαφορὰ λόγ.σύνηθ. : Τοὺς χωρίζει μεγάλη ἀπόστασι. Ὑπάρχει μεταξύ μας ἀπόστασι 'ς τοὶς ἰδέες. || Φρ. ’Απὸ τὰ λόγιˬα ὥς τὰ ἔργα εἶναι μεγάλη ἀπόστασι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/