ἀποσαραντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσαραντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσαραντίζω ἀμάρτ. ἀποσαραdίζω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σαραντίζω.
Σημασιολογία
Συμπληρῶ τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ, ἐπὶ τῆς λεχοῦς : Δὲ gάνει νὰ πάῃ ’ς τὴν ἐggλησά, ἂ δὲν ἀποσαραdίση. Συνών. ἀποσαραντώνω, σαραντίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA