ἀπολαμπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολαμπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολαμπίζω ἀμάρτ. ἀπολιˬαμπίζω Πελοπν. (Λακων.) ᾽πολαμπίζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ᾿πολαμίζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπολαμπή.

Σημασιολογία

1) Ἀπροσώπ. γίνεται ἀπολαμπή, ἀντηλιὰ Πελοπν. (Λακων.) 2) ᾿Αναδίδω φλόγα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/