ἀποσαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσαρώνω σύνηθ. ἀπουσαρώνου βόρ. ἰδιώμ. ᾿ποσαρώνω πολλαχ. ᾽πουσαρώνου ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σαρώνω.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὴν διὰ τοῦ σαρώθρου συναγωγὴν καὶ ἀπόρριψιν τῶν ἀπορριμμάτων κττ.: Σὰν ἀποσαρώσω τὸ σπίτι θὰ σαρώσω τὴν αὐλή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA