ἀπολαμπὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολαμπὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπολαμπὸς ὁ, ἀμάρτ. ᾿πολαμπὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) ᾽πολαμὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολάμπω.
Σημασιολογία
Ἡ φλόξ καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς λάμψις, τὴν ὁποίαν ἀναδίδει ἡ πυρὰ ἔνθ’ ἀν.: Πωπώ, ᾿πολαμὸ ποῦ ’χει ἡ φωτιˬά! Αὐλωνάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA