ἀποστασίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστασίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποστασίλα ἡ, Πελοπν ('Αλωνίστ. ᾽Ανδροῦσ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Μάν. Σουδεν. Τρίκκ Τριφυλ. κ. ἀ.)-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀποστασία καὶ τῆς καταλ. -ίλα.
Σημασιολογία
Ἀπόσταμα 2, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν. : ’Επέσανε χάμου τ’ ἄλογα ἀπὸ τὴν ἀποστασίλα (ἐκ παραδ.) ᾿Αλωνίστ. Μὲ τὴν ἀποστασίλα ποῦ ἔχω τώρᾳ δὲ bορῶ νὰ κάμω τίποτα ᾽Ανδροῦσ. Ἐκαμα μιˬὰ ἀποστασίλα ἄλλο πρᾶμα Τριφυλ. Δούλευα ὅλη τὴν ἡμέρα κ᾿ ἔχω μιὰ ἀποστασίλα! Μάν. Ἦρθα πέντε ὧρες δρόμο καὶ μ᾿ ἔπιˬασεν ἀποστασίλα αὐτόθ. Ἔχω μιˬὰ ἀποστασίλα ποῦ θὰ πέσω ξερὸς ᾿ς τὸ κρεββάτι αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA