ἀποστασούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστασούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποστασούρα ἡ, Πελοπν (Μάν.) ᾿ποστασούρα Κύπρ. ’ποστησούρα Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποστασία καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ-ούρα.
Σημασιολογία
’Απόσταμα 2, ὃ ἰδ. : ᾿΄Εχω κἄτι ἀποστασοῦρες τοῦτες τοὶς μέρες ποῦ δὲ λέγεται! Μάν. Μὲ τόσην ’ποστασούραν πίν-νεις νερόν; Κύπρ.Ἔχω σου πάνω μου μιˬὰν ’ποστασούραν! αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA