ἀπόλαμπρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόλαμπρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπόλαμπρα ἐπίρρ. Πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ταπόλαμπρα Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. Λαμπρὰ ἢ Λαμπρή. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Μετὰ τὸ Πάσχα ἔνθ’ ἀν.: Θὰ ταξιδέψω ἀπόλαμπρα. Ἀπόλαμπρα θὰ περάσω νὰ σὲ δῶ. Τὸ στεφάνωμα θὰ γίνῃ ἀπόλαμπρα πολλαχ. Συνών. ἀπόπασχα, ξέλαμπρα, ξέπασχα, ξώλαμπρα. 2) Οὐσ. ἀπόλαμπρα ἡ, ὁ μετὰ τὸ Πάσχα χρόνος Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/