ἀποσταυρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσταυρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσταυρώνω Πόντ. (Τραπ.) κ. ἀ. -Λεξ. Περίδ.Μπριγκ. Βλαστ. 273 καὶ 489 ἀπουσταυρώνου Μακεδ. Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σταυρώνω. Πβ. ἀρχ. ἀποσταυρῶ₌ἀποφράττω διὰ σταυρώματος ἤτοι περιφράγματος ἐκ πασσάλων.
Σημασιολογία
1) Λύω τὸν σταυρὸν ὃν σχηματίζει πρᾶγμά τι Πόντ.(Τραπ.) : ᾿Αποσταύρωσον τὰ έρ σ᾿. 2) ’Αλείφω σταυροειδῶς δι᾿ ἡγιασμένου ἐλαίου ἢ μύρου Λεξ. Περίδ. Μπριγκ.Βλαστ 489. Συνών. σταυρώνω. β) Καθιστῶ τινα ἀνίκανον πρὸς συνουσίαν διὰ σταυρώματος Μακεδ. Συνών. δένω, καρφώνω. 3) Συναντῶ τινα καθ’ ὁδὸν Μακεδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπαντένω 1. β) Τρέχων διὰ συντομωτέρας ὁδοῦ προφθάνω τινὰ φεύγοντα ἢ συναντῶ Σάμ: Τοὺν ἀπουσταύρουσι. Συνών. Προλαβαίνω, προφτάνω. 4) Φράττω τινὸς τὸ στόμα, φιμώνω Σάμ. Συνών. ἀποστομώνω 1, βουλλωστομιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA