ἀποσταφιδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσταφιδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσταφιδώνω Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ μεταγν. ἀποσταφιδοῦμαι.
Σημασιολογία
1) Ἀποσταφιδιˬάζω 1, ὃ ἰδ, Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. 2) ᾿Αμτβ. μεταφ. γίνομαι ρικνὸς ὡς σταφίς, λιγνεύω ὑπερβαλλόντως Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Αἰν. : Ὅσο πάει κιˬ ἀποσταφιδώνει Μάν. Ὁ γέρως ἀποσταφίδωσε τόν τελευταῖο καιρό αὐτόθ. Συνών. ἀποσταφιδιˬάζω 1β, ἀποστεγνώνω 2, σταφιδώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA