ἀποστάφυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστάφυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποστάφυλο τό, ’Αμοργ. Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) κ. ἀ. Χίος κ. ἀ. -Κορ. Ἄτ. 4,32 -Λεξ. Βάιγ. Κομ. Δεὲκ Περίδ. Αἰν. ᾽Ηπίτ. Μπριγκ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπουστάφ'λου Θράκ. (᾽Αδριανούπ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) ᾿ποστάφυλο Μακεδ. (Θεσσαλον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ σταφύλι.
Σημασιολογία
Συνήθως κατὰ πληθ., αἱ κατὰ τὸν τρυγητὸν καταλειπόμεναι ἐπὶ τῶν κλημάτων σταφυλαί, ἐπιφυλλίδες ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπανωτσάμπουρο, ἀποζούρι 2, ἀποτρύγι, ἀποτρυγίδι, ἀποτσάμπι, ἀποτσάμπουρο, βοτρύδι, καμπανάκι, καμπανάρι, καμπανέλλι, καμπανός, κουδούνα, κουδούνι, τσαμπουρίδι, τσάμπουρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA