ἀπολασέλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολασέλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπολασέλα ἐπίρρ. ἀμάρτ. ᾽πολασέλα Κύπρ. - ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. Τραούδ. 1,72 ᾽πελασέλα Κύπρ. ’πολάσελα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς φρ. ἀπὸ ὅλα εἰς ὅλα.
Σημασιολογία
Πανταχοῦ: Ἐγύρισα ᾽πολασέλα τ’ ᾽ὲν τὸ ηὗρα. || Ποίημ.. Θέλουν τα ταἱ παθ-θαίνουν τα οὕλ-λα γιˬὰ τοὺς π-παρᾶδες, ταὶ ’πολασέλα κρούζουσιν, ἕν’ νὰ τοὺς ἀθ᾽-θυμοῦνται. ΔΛιπέρτ. ἔνθ' ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA