ἀπολαύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολαύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολαύω πολλαχ. ἀπολαύγω Θήρ. Κίμωλ. Σίφν. κ.ἀ. ᾿πολαύγω Κάλυμν. κ.ἀ. Ἀόρ. ἀπόλαψα σύνηθ. ᾽πόλαψα πολλαχ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀπολαύω.

Σημασιολογία

1) Καρποῦμαι, ἀπολαμβάνω, κερδίζω τι σύνηθ.: Δὲν ἀπόλαψα τίποτε ἀπ' αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ - ’ς τὴ ζωή μου κττ. σύνηθ. Σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲν ἀπολαύγομε τίοτα, κόλασες μονάχα Θήρ. Τί θὰ ᾿πολάψω, ἄν πάω μαζί του; Κάλυμν. ᾿Εγὼ πεˬὰ τ᾽ ἀπόλαψα τὰ ἀγαθά μου Θήρ. Τίποτα δὲν ἀπόλαψες ἀπὸ τοὺς πολέμους Ἤπ. θ᾿ ἀπολάψῃ κακὰ αὐτός, τὶ ὅλο πίνει καὶ μεθάει Κέρκ. || Παροιμ. Ἐσύ, κεφάλι, τά ᾿καμες καὶ σὺ νὰ τ’ ἀπολάψῃς Ἤπ. Τά ᾽χαν οἱ καλοὶ τὰ ᾽χάσαν | κ’ οἱ κουτροῦλλοι τ᾽ ἀπολάψαν (οἱ ἐκ κληρονομίας πλούσιοι ἀπέβαλον τὰ πλούτη, τοὐναντίον δὲ ἀπέβησαν πλούσιοι πενέστατοι ἄνθρωποι) Θήρ. Ποῦ ᾽χαν τὰ μαλλιˬὰ τὰ χάσαν κι’ οἱ κασσίδες τ᾿ ἀπολάψαν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Αἴγιν. || ᾌσμ. Τὸ ἂχ τὸ βἀχ ἠπόλαψα τσ᾿ ἕνα μεγάλο πόνο Ἴος Ὡσὰν τῆς Μάγδας τὸ φιλεῖ ἄλλη κἀμμιˬὰ δὲν τὸ ᾽χε κιˬ ἀπόλαψα κ᾽ ἕναν υἱὸ κ’ ἐβγῆκεν ἀντρε͜ιωμένος Κάρπ. Ἐγὼ εἶμ᾽ ἀξιˬὸς κολυμπητὴς πέρα γιˬὰ νὰ περάσω, γιˬὰ ν’ ἀπολάψω, ἀιταίρι μου, τὴ λαμπρογεννημένη Ἤπ. β) Ἀπολύτως, καρποῦμαι κέρδη, ὠφελήματα Μύκ. Σάμ.: Θέλου κι᾿ γὼ ν᾿ ἀπουλάψου Σάμ. Πῆγα κουντά τ᾿ γιˬὰ ν᾽ ἀπουλάψου αὐτόθ. 2) Ἀπολαμβάνω τινὰ σύνηθ.: Τὸν ἔχει ἀπολάψει τὸ φίλο της τόσο καιρό. Δὲν πρόφτασε νὰ τὴν ἀπολάψῃ τὴ γυναῖκα του. Συνών. χαίρομαι. 3) Εὐχαρίστως βλέπω τινὰ πολλαχ.: Ἐλπίζω νὰ σὲ ἀπολάψωμε γρήγορα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/