ἀπολαφρύνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολαφρύνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολαφρύνω Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ’λαφρύνω, δι' ὃ ἰδ. ἀλαφρένω.

Σημασιολογία

1) Ἀνακουφίζω τινὰ δεχόμενος τὸ βάρος του ἢ συνεπιλαμβανόμενος αὐτῷ κυριολ. καὶ μεταφ. Συνών. ἀλαφρένω 1, ξαλαφρώνω, ξεκουράζω. 2) Ἀμτβ. καὶ μέσ. ἀνακουφίζομαι, ἀπαλλάσσομαι βάρους, ὑποχρεώσεων κττ. Συνών. ἀλαφρένω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/