ἀπολαχανιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολαχανιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολαχανιˬάζω ἀμάρτ. ᾿πολαχανιˬάζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λαχανιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἀποκάμνω, ἀποβάλλω τὰς δυνάμεις μου ἔνθ’ ἀν.: ’ΙΙοὺ τὴν πολλὴν δουλε͜ιάν ἐπολαχάνιˬασε. Ἀρκίνησεν νὰ ᾿πολαχανιˬάζῃ ’ποῦ τὴν βράστην (ζέστην).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/