ἀποσβολώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσβολώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσβολώνω πολλαχ. ἀποσβουλώνω Κέως Πελοπν. (Μεσσ.) κ. ἀ. ἀπουσβουλώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀπασβουλώνου Ἤπ. ᾿ποσβουλών-νου Σύμ. Μέσ. ἀποσβολώνομαι Κάρπ. Σῦρ. ἀπουσβουλώνουμι Σάμ. ᾿ποσβολών-νουμαι Ρόδ. Μετοχ. ἀποσβουλωμένος Σῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀπασβολοῦμαι.
Σημασιολογία
1) Κάμνω τι νὰ ἀμαυρωθῇ (δηλονότι ἐκ τῆς καύσεως) Κῶς. β) ’Αμτβ. ἐπὶ ἕλκους ἢ τραύματος, σχηματίζω ἐσχάραν Σύμ.: ᾿Επεσβούλωσεν ἡ πληή. 2) Ἐπὶ τοῦ ψύχους, κάμνω τι νὰ ξηρανθῆ, ἀποκαίω, οἱονεὶ μεταβάλλω εἰς ἀσβόλην Συμ.: Τὸ κρύο ἀποσβούλωσε τ᾿ ἀμμάτιˬα τῶν συκεˬῶν. β) Μεταφ. μαραίνω, ἐμποδίζω τὴν ἀνάπτυξιν ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,71: Ποίημ. Ἄχ, ὁ μεγάλος μου ὁ καηˬμὸς θανὰ μ᾽ ἀποσβολώσῃ, θὰ γένω σὰν τὸν ξέρακα τὸν ἀστραποκαμένο! 3) Κάμνω τινὰ νὰ ἀποβάλῃ τὸ χρῶμά του, νὰ κιτρινίσῃ ἐκ καταπλήξεως Θεσσ. (Ζαγορ.) Κάρπ. Σάμ: Ἐποσβολώθηκε σὰ τὸν ἀποκερωμένο Χριστὸ (ἐνν. τοῦ ἐπιταφίου) Κάρπ. 4) Κάμνω τινὰ νὰ σιωπήσῃ ἐξ αἰδοῦς ἢ καταπλήξεως πολλαχ. : Ὅλον ἀποσβολώνει τὸν ἄθρωπο μὲ τοὶς ἀνοησίες του Χίος ᾿Εποσβολώθηκα σὰν ἤκουσα τέτο͜ιο πρᾶμα αὐτόθ. Ἅμα ἤννοι͜ωσε τὸ φταίξιμό dου, ἔμεινε σάν ἀποσβολωμένος ἢ ἠποσβολώθηκε Θήρ. Ὅλες τ᾿ς ἐτραττάρανε καὶ μόνο ᾽ώ ᾿πόμεινα σὰν ἀποσβολωμένη μέσ’ ’ς ὅλες Νάξ.(Ἀπύρανθ.) Ἐdροπιˬάστηκα, σὰν ἀποσβολωμένος ἐπόμεινα ὅdε μοῦ τό ’πανε αὐτόθ. Ἀποσβολωμένος ἔρχεται Νάξ. (Βόθρ.) Ἔμεινε ἀποσβολωμένος πολλαχ. Ὁ τάδε εἶναι ἀποσβουλωμένος Σῦρ. 5) Κάμνω τινὰ νὰ σιωπήσῃ, νὰ μείνη ἄναυδος, ἀποστομώνω Μύκ. Χίος (Μεστ.) κ.ἀ.-ΘΓρυπάρ. Βοσκοπ. 16: Δὲ ξέρει νὰ μιλήσῃ, τὸν ἀποσβολώνει κ' ἕνα μικρὸ παιδὶ Μεστ. Δὲ μ᾿ ἐπεσβόλωνε κἀνένας Μύκ. || Ποίημ. Ὡς πότε μὲ πεισματικὰ θενὰ μ᾽ ἀποσβολώνῃς; ΘΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν. 6) Κάμνω τινὰ νὰ συγκρατηθῇ, νὰ σιγήσῃ, οἶον νὰ μὴ διαμαρτυρηθῇ, νὰ μὴ παραπονεθῇ κττ. Κύθηρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Λιάκι ’τονε τὸ ψωμί μας, μὰ ἤκοψα ᾽να φελλάκι τοῦ κάθα μου παιδιˬοῦ κ᾿ ἐποσβόλωσά τα κ᾽ ἐπεράσανε κιˬ ἀπόψε ’Απύρανθ. Δυˬὸ μαdηλάκιˬα δὰ μοῦ ᾽δωκε ᾿ιˬὰ νὰ μ᾿ ἀποσβολώσῃ, μὰ μὲ τέθο͜ια δὲν ἀποσβολώνομαι ’ὼ αὐτόθ. Δυˬὸ τρία χορταράκιˬα ’χαμε dὸ μεσημέρι, δὲν ἐκαλοχορτάσαμεν ἐδὰ μ' ἀποσβολώθημα αὐτόθ. Σᾶς ἀποσβολώνω μὲ δύο γουμάριˬα κοπρέα Κύθηρ. 7) Κάμνω τινὰ νὰ χάσῃ τὴν διαύγειάν του ὑπ’ αἰδοῦς, καταπλήξεως ἢ ἄλλης τινὸς αἰτίας Κρήτ. (Κατσιδ. Χαν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων): Μ’ ἀποσβόλωσε ὁ λυκοφαωμένος! (μὲ ἐμώρανε, μὲ ἐξηπάτησε) Βούρβουρ. Θὰ σὲ ἀποσβολώσω ᾽ς τὸ ξύλο! Χαν. Ἀποσβολώθηκαν οἱ ἄμοιροι Λακων. Ἀποὺ τὰ λόγιˬα ποῦ τοῦ ’πε ὁ κῦρις του πάει σὰν ἀποσβολωμένος Κατσιδ. ’Εποσβολώθηκε καὶ δὲ γατέει καθόλου εἶdα κάνει- ’dὰ λέει αὐτόθ. Στάθηκε ἀποσβολωμένος, σὰ νὰ τὸν χτυπήσανε κατακέφαλα (᾿Εβδομαδ. Τύπος 2-8-34) || ᾎσμ. Κάλλιˬα στραβοῦ, κάλλιˬα κουτσοῦ, κάλλιˬ’ ἀποσβολωμένου, παρὰ νὰ δώσω ἐσὲ φιλεῖ, ἐσένα τ᾽ ᾿Ατσιgάνου Κρήτ. Μετοχ. 1) Τεθλιμμένος, λυπημένος Κάλυμν. Ρόδ.: Σὰν ἀποσβολωμένος εἷναι Ρόδ. 2) ’Αρατικῶς, ἀποστροφῆς ἄξιος, ἀπαίσιος, ἀποδιοπομπαῖος Κρήτ. Πελοπν. (Καλάμ. Μεσσ.): Μπά, ἀποσβολωμένος νά ᾽σαι! Καλάμ. Τὸ gακό σου τὸ gαιρὸ καὶ τὸν ἀποσβολωμένο! Κρήτ. Τὴν ἀποσβουλωμένη, τί πῆγε κ᾽ ἔκαμε! Μεσσ. 3) Οὐδ οὐσ., βλαπτικὸν δαιμόνιον Πελοπν. (Τρίπ.) : ’Επολέμησε νιˬὰ βολὰ μὲ τ᾿ ἀπομόναχο καὶ τ’ ἀποσβολωμένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA