ἀπολαχτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολαχτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολαχτίζω, ᾽πελαχτίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λαχτίζω.

Σημασιολογία

1) Ἀποκάμνω, ἀποβάλλω τὰς δυνάμεις μου, καταπίπτω ἔνθ’ άν.: Μιˬὰ μέρα ἤdανε ζέστα πολλὴ καὶ τὸ παιδὶ ’πελάχτ’σε καὶ ἔπεσε ᾿πεκάτ᾿ ’ς ἕνα δέντρο νὰ κοιμ’θῇ Σκοπ. 2) Κατακλίνομαι πρὸς ὕπνον Σαρεκκλ.: Μόν’ ᾿πελάχτ᾿σα λιγά’, νὰ καὶ βροdᾷ ἡ πόρτα μας. Ἄς ᾽πελαχτίσω λιγά’ ᾿δωνά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/