ἀπόσταχτη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσταχτη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπόσταχτη ἡ, Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) -ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 111 ἀπόσταχτο τό, Κεφαλλ Λευκ. Πάρ. Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀπόσταχτου Σάμ. ἀπόσταχτα τά, Κέως
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ στάχτη.
Σημασιολογία
1) Ὑπόλειμμα τέφρας ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. : Δείχνανε λίγη ἀπόσταχτη ἀπὸ φρύγανα, σημάδι τῆς τρανῆς θυσίας. 2) Συνήθως κατὰ πληθ., τὸ ὑπόλειμμα τῆς εἰς πλύσιν ἐνδυμάτων, πινακίων κττ. χρησιμοποιηθείσης τέφρας Κεφαλλ. Κέως Λευκ. Πάρ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Κορινθ. Τρίκκ.) Σάμ -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Δὲν ἔχω ποῦ νὰ χώσω τ᾿ ἀπόσταχτα Κορινθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA