ἀπολείτουργα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολείτουργα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπολείτουργα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀπουλείτουργα βόρ. ἰδιώμ. ἀπολείτρουγα Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. ἀπολείτρουα Κύθν. ἀπολούτρουγα ᾿Ιων. (Κρήν.) Κρήτ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἀπολούτρουα Θήρ. Σιφν κ.ἀ. ἀπολούτουρκα Κύπρ. ἀπολείτρια Κάρπ. ᾿πολείτουργα Κάλυμν. ᾿πολούτουρκα Κύπρ. ἀπολείτουργο Πελοπν.(Ἀρκαδ.) ἀπολείτρουγο Πελοπν. (Μεσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. λειτουργία.
Σημασιολογία
Μετὰ τὴν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἱερὰν λειτουργίαν ἔνθ’ ἀν.: Ἀπολείτουργα νὰ σέ 'βρω νὰ σοῦ μιλήσω. Τὴν Κυριˬακὴ ἀπολείτουργα θά ’ρθω. Ἀπολείτουργα βγαίνει ὁ παππᾶς καὶ μοιράζει τὸ βασιλικὸ σύνηθ. Ἐγὼ θὰ πάω ᾿ς τὴν ἐgλησὰ κιˬ ἀπολείτρουγα θ’ ἀμολλάρω τὰ βούγιˬα Κρήτ. ᾽Πολούτουρκα νά ’ρτῃς ταὶ θέλω σε Κύπρ. || ᾌσμ. Παρασκευὴ σὲ κάλεσα, Σαββάτο σὲ ’παντέχω, τὴν Κεριˬακὴ ἀπολείτουργα νὰ φάμε καὶ νὰ πιˬοῦμε Λευκ. Θεέ μου, ταὶ νὰ πέθανα τὸ Σάββατο τὸ βράδυ, ταὶ Τερκατὴν ᾿πολούτουρκα νἀ κατεβῶ ’ς τὸν ᾋδη Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA