ἀπολείτουργο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολείτουργο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπολείτουργο τό, ἀμάρτ. ἀπουλείτουργου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πληθ. ἀπολείτουργα Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀπολείτουργος.
Σημασιολογία
1) Πληθ., τεμάχια ἀπὸ τὸ πρόσφορον μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ ἐσφραγισμένου μέρους Λεξ. Πρω. β) Τὸ μετὰ τὴν διανομὴν ὑπολειφθὲν ἀντίδωρον Στερελλ. (Αἷτωλ.): Τ᾿ ἀπουλείτουργου εἶνι νόστ’μου, γιˬατ’ εἶν᾿ βλουημένους ἄρτους. 2) Πληθ., τεμάχια ἀπὸ τὸ πρόσφορον μὴ εὐλογηθέντα ὑπὸ τοῦ ἱερέως Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA