ἀποσβουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσβουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσβουρίζω ἀμάρτ. ᾽ποσβουρίζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σβουρίζω.

Σημασιολογία

Συστρέφω τὰ πλυνόμενα ἐνδύματα ἢ ὑφάσματα διὰ νὰ ἀποστραγγισθῇ τὸ ὕδωρ : ᾽Εποσβούρισες πολ-λὰ τὰ ροῦχα τ ἐ-ίστησαν. Συνών. ἀποσιφουνιˬάζω, ἀποσιφουνίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/