ἀπολέμητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολέμητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπολέμητος ἐπίθ. λόγ. πολλαχ. ἀπολέμετος Πόντ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπολέμητος.

Σημασιολογία

1) Ὁ καθ' οὗ δὲν ἔγινε ἐχθρικὴ ἐνέργεια ἢ καταδίωξις ἔνθ’ ἀν.: Οὕλτς ἐπολέμεσεν κιˬ ἀβοῦτον ἐφῆκεν ἀπολέμετον Πόντ. Δὲν τὸ παραδίνομε τῶν Τούρκων ἀπολέμητο ᾿Αρχ. Μακρυγ. 2,87. 2) Ὁ μὴ πολεμήσας Ἀθῆν.: Ὁ δεῖνα πῆγε κ᾽ ἐγύρισε ἀπολέμητος, μόνο ποῦ ντύθηκε στρατιώτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/