ἀπόσγουρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσγουρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόσγουρος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’πίσγουρος Κέρκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. σγουρός. Τὸ ’πίσγουρος κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. ἐπί.
Σημασιολογία
Ὁ λίαν σγουρός: ᾎσμ. Ποῦ εἶν᾿ τὰ ξανθά σου τὰ μαλλιˬά, τὰ ’πίσγουρα τὰ γένε͜ια, ποῦ εἶναι καὶ ἡ σκούφιˬα σου ἡ πεdεμασουρένιˬα;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA