ἀποελέκωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποελέκωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποελέκωμαν τό, Πόντ (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποελεκώνω.
Σημασιολογία
Ἀπαλλαγή τινος ἀπὸ τοῦ φορτίου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA