ἀποστενεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστενεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστενεύω ἐνιαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στενεύω.

Σημασιολογία

Καθιστῶ τι πολὺ στενὸν Κρήτ. -Λεξ. Πρω.: Ἤτανε καὶ πρὶν στένα, ἔπιˬασες καὶ τοῦ λόγου σου κ’ ἐμάζωξες ἕνα σωρὸ κούρκουτα ἐπαὲ μέσα κιˬ ἀποστένεψες τὸ dόπο Κρήτ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ὅλως στενὸς ἐνιαχ. : Μὲ τή βροχὴ ἀποστένεψαν τά παπούτσιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/